ατρησία

ατρησία
η
γενικός όρος για την απουσία (συνήθως εκ γενετής) μιας φυσιολογικής διόδου ή κοιλότητας του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άτρητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Α. Ρ. Ραγκαβή, Α. Σαμουρκάση, Ι. Ν. Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωκτατρησία — η, Ν ιατρ. έλλειψη ανοιχτού δακτύλου στον πρωκτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωκτός + ατρησία «έλλειψη οπής»] …   Dictionary of Greek

  • αιματόκολπος ή αιματοκολπία — Η πλήρωση του κόλπου με αίμα της περιόδου εξαιτίας ατρησίας του παρθενικού υμένα ή και του κόλπου. Η ατρησία του παρθενικού υμένα ή του κόλπου δεν είναι μονάχα αποτέλεσμα διαμαρτίας της διάπλασης αλλά μπορεί να οφείλεται στη συγκόλληση των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”