- ατρησία
- ηγενικός όρος για την απουσία (συνήθως εκ γενετής) μιας φυσιολογικής διόδου ή κοιλότητας του σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άτρητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Α. Ρ. Ραγκαβή, Α. Σαμουρκάση, Ι. Ν. Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.